- σφαιρόμετρο
- Όργανο για τη μέτρηση του πάχους μικρών ράβδων και πλακών και, έμμεσα, της αχτίνας του ημισφαίριου ή της σφαίρας στην οποία το ημισφαίριο ανήκει. Πρόκειται για ένα τρίποδα με πόδια κάθετα που σχηματίζουν μεταξύ τους ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Στο κέντρο του τρίποδου είναι στερεωμένο ένα περικόχλιο στο οποίο δύρχεται μια μικρομετρική βίδα που καταλήγει στη βάση σ’ έναν κώνο. Τοποθετούμε το σ. πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια και μετατοπίζουμε τη μικρομετρική βίδα με σκοπό τη μέτρηση του πάχους της ράβδου ή του ελάσματος. Για τη μέτρηση της αχτίνας μιας σφαίρας τοποθετούμε το σ. πάνω στη σφαιρική επιφάνεια και βλέπουμε πάνω στην αριθμημένη κλίμακα ποιο ύψος φτάνει όταν η άκρη του κώνου της βίδας αγγίζει την επιφάνεια. Στην περίπτωση αυτή έχουμε το ύψος του σφαιρικού τομέα που περιορίζεται από τα τρία πόδια του σφαιρόμετρου.
Σφαιρόμετρο του Περό. Ο προσδιορισμός της επαφής της άκρης τον κώνου με την επιφάνεια της σφαίρας ευκολύνεται από ένα μεγεθυντικό σύστημα μοχλών (Μουσείο Τεχνών και Επαγγελμάτων, Παρίσι).
* * *το, Ντεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής ακτίνας μιας σφαιρικής επιφάνειας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spaerometre (< σφαίρα + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.